- ἐξείλετο
- ἐξείλετοἐξαιρέωtake out: aor ind mid 3rd sgἐξείλλωdisentangle: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐξείλετο — ἐξαιρέω take out aor ind mid 3rd sg ἐξείλλω disentangle imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξείλεθ' — ἐξείλετο , ἐξαιρέω take out aor ind mid 3rd sg ἐξείλετε , ἐξαιρέω take out aor ind act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle aor subj act 2nd pl (epic) ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres imperat act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξείλετ' — ἐξείλετο , ἐξαιρέω take out aor ind mid 3rd sg ἐξείλετε , ἐξαιρέω take out aor ind act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle aor subj act 2nd pl (epic) ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres imperat act 2nd pl ἐξείλετε , ἐξείλλω disentangle pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… … Dictionary of Greek